Γράφω επειδή το φάντασμα, επειδή χτες, επειδή σήμερα, επειδή δεν ξέρω, επειδή ο έρωτας, επειδή η νύχτα.
Όσκαρ Χαν, Χιλιανός ποιητής
Αθόρυβα. Έτσι κάπως μου ’ρχονται οι λέξεις. Χωρίς υπερβολές, χωρίς φανφάρες. Πράγμα που αποδεικνύει ποιες είναι οι φάσεις της ζωής του όπου γράφει κανείς καλύτερα.
Ξαπλώνω το βράδυ στο κρεβάτι και ξεχνάω πάντα να πάρω μαζί χαρτί και μολύβι, απαραίτητο σαν το νερό. Και ξυπνάω στη μέση της νύχτας με μια ιδέα ή με μια φράση και δεν έχω που να την σημειώσω. Θα τη θυμάμαι αύριο, λέω. Σίγουρα θα τη θυμάμαι. Και δεν τη θυμάμαι ποτέ.
Ένα βράδυ, πάντως, έτυχε να έχω δίπλα μου την ατζέντα μου. Κάπως ξύπνησα, ένα όνειρο, κάτι είδα, κάτι σκέφτηκα, σκάρωσα βιαστικά μια φρασούλα πριν ξανακοιμηθώ. Την επόμενη ξύπνησα και δεν την έβρισκα πουθενά. Δεν την θυμόμουν καν. Ούτε τη φράση, ούτε την ιδέα πίσω από τη φράση. Εβδομάδες μετά, συνειδητοποίησα ότι είχα ανοίξει την ατζέντα σε μια ημερομηνία τυχαία. Και είχα σημειώσει, όντως, κάτι. «Ενέχυρο η καρδιά». Δε θυμόμουν πια τι ήθελα να πω, είναι περίεργο όμως. Υπάρχει πια στην ατζέντα μου μια ημερομηνία και από κάτω –σαν ραντεβού, σαν συνάντηση- αυτές οι τρεις λεξούλες: «Ενέχυρο η καρδιά».
Τι το κάνω τώρα αυτό; Το αφήνω. Εκεί. Σαν υπενθύμιση ενός πράγματος που δεν ξέρω πια τι είναι. Κάποτε, κάπου θα κολλήσει, όπως κολλάνε όλα.
Μέχρι τότε συνεχίζω να διαβάζω βιβλία και να σημειώνω φράσεις. Και κυρίως να σβήνω και να ξαναγράφω, να μετασχηματίζω και να μετασχηματίζομαι. Κι αυτό γιατί το φάντασμα, γιατί χτες, γιατί σήμερα, γιατί δεν ξέρω, γιατί ο έρωτας, γιατί η νύχτα.
Καληνύχτα.